Loading...

Ζητήστε να σας καλέσουμε

    Ο μέσος όρος ηλικίας των γυναικών που μένουν έγκυοι έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω των μακροχρόνιων σπουδών και της αυξανόμενης συμμετοχής της γυναίκας στην αγορά εργασίας. Όπως είναι γνωστό, η πιθανότητα να αναπτύξει μια γυναίκα καρκίνο μαστού αυξάνεται με την ηλικία (1 στις 213 γυναίκες ηλικίας 40 ετών θα αναπτύξει καρκίνο μαστού), αυξάνοντας έτσι το ποσοστό των γυναικών που διαγιγνώσκονται με καρκίνο μαστού κατά την εγκυμοσύνη.

    Η διάγνωση γίνεται από τον γενικό γιατρό, τον παθολόγο ή τον μαιευτήρα γυναικολόγο και φυσικά τίθεται πάντα το ερώτημα πώς μπορεί να υποβληθεί σε σωστή θεραπεία η μητέρα και να ολοκληρωθεί η κύηση χωρίς προβλήματα στο έμβρυο. Υπάρχουν πολλές λανθασμένες αντιλήψεις για το θέμα αυτό, όχι μόνο μεταξύ των ασθενών αλλά συχνά και μεταξύ του ιατρικού κόσμου, όπως ότι: «τα υψηλά επίπεδα ορμονών κατά την εγκυμοσύνη επιταχύνουν την ανάπτυξη του όγκου» και ότι «η αγγειοβρίθεια και η διόγκωση των λεμφαγγείων του μαστού της εγκύου επιταχύνουν την διασπορά του όγκου».

    Στην πραγματικότητα η επιβίωση των εγκύων είναι όμοια με μη εγκύων γυναικών για τα ίδια χαρακτηριστικά όγκου. Η χειρότερη πρόγνωση οφείλεται μόνο σε καθυστέρηση της διάγνωσης. Δυστυχώς το 70-75% των γυναικών παρουσιάζονται έχοντας ήδη διηθημένους μασχαλιαίους λεμφαδένες.

    Η καθυστέρηση στη διάγνωση οφείλεται και στην έγκυο, που μπορεί να καθυστερήσει μερικούς μήνες μέχρι να αναφέρει το ογκίδιο, αλλά και στο γιατρό της. Αναφέρεται ότι σε γυναίκες κάτω των 35 ετών που εγκυμονούν ή θηλάζουν, ο γιατρός τους παρακολουθεί το ογκίδιο κατά μέσο όρο δύο μήνες χωρίς να υποψιάζεται καρκίνο μαστού και από την στιγμή που διαπιστώνεται η ύπαρξη ογκιδίου μέχρι τη χειρουργική του αφαίρεση παρεμβάλλονται συνήθως 2 με 15 μήνες. Διαφοροποίηση στις διαγνωστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται αποτελεί η χρήση του υπερηχογραφήματος, που φαίνεται να έχει μεγαλύτερη ευαισθησία από τη μαστογραφία στην έγκυο γυναίκα, η αδυναμία να στηριχτούμε στην κυτταρολογική του όγκου δια λεπτής βελόνης, γιατί δίνει ψευδώς θετικά αποτελέσματα συχνά, λόγω κυτταροβρίθειας του μαστού κατά την εγκυμοσύνη.

    Η διαγνωστική εξέταση εκλογής είναι η διαδερμική βιοψία με ειδική βελόνη (core biopsy), με την οποία μπορούμε να πάρουμε ένα τμήμα του όγκου και να κάνουμε ιστολογική ταυτοποίησή του. Φυσικά, η χειρουργική βιοψία είναι μία προφανής επιλογή, όταν υπάρχει δυσκολία στη διάγνωση.

    Η ακτινοβολία πρέπει να αποφεύγεται κατά την εγκυμοσύνη. Σε χημειοθεραπεία μπορεί να υποβληθεί μία έγκυος μετά το πρώτο τρίμηνο της κύησης.
    Η χειρουργική προσέγγιση τροποποιείται επίσης ανάλογα με το τρίμηνο της κύησης. Εάν η διάγνωση γίνει το πρώτο τρίμηνο, επειδή υπάρχει αντένδειξη για ακτινοθεραπεία, πρέπει η γυναίκα να υποβληθεί σε μαστεκτομή και λεμφαδενικό καθαρισμό, εάν γίνει στο τρίτο τρίμηνο, τότε μπορεί να υποβληθεί σε ογκεκτομή και λεμφαδενικό καθαρισμό και να γίνει η ακτινοβολία μετά τον τοκετό.

    Ο καρκίνος του μαστού κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό είναι ένα όχι τόσο σπάνιο πρόβλημα στην εποχή μας και πρέπει όλες οι γυναίκες και οι γιατροί τους να είναι ευαισθητοποιημένοι και ενημερωμένοι, ώστε να αποφευχθεί η καθυστέρηση στη διάγνωση, που αποτελεί και την κύρια αιτία για τη χειρότερη πρόγνωση των γυναικών αυτών.

    Ελένη Φαλιάκου

    Πηγή: Μαιευτήριο Λητώ